λιώνω

λιώνω
1) odmarzać czas.
2) rozpuszczać czas.
3) rozpuścić czas.
4) roztapiać czas.
5) roztopić czas.
6) stopić czas.
7) tajać czas.
8) topić czas.
9) topnieć czas.
10) wytop (m) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιώνω — λιώνω, έλιωσα, λιωμένος βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιώνω — βλ. λειώνω* …   Dictionary of Greek

  • λιώνω — έλιωσα, λιωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω ένα στερεό σε υγρό, ρευστοποιώ, πολτοποιώ: Έβαλα στη σάλτσα λιωμένο σκόρδο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, κουράζομαι: Έλιωσα από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αναχωνεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, λιώνω μέταλλα, ανασυνθέτω: Για να αναχωνευτούν τα μέταλλα απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινεύω — καμίνευσα, καμινεύτηκα, καμινευμένος, λιώνω μετάλλευμα στο καμίνι, ανθρακοποιώ ξύλα, ασβεστοποιώ πέτρες: Καμινεύει μέταλλα από το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζιάζω — μαράζιασα, μαραζιασμένος 1. μτβ., μαραίνω, προκαλώ μαρασμό: Η ξενιτιά τον μαράζιασε. 2. αμτβ., μαραίνομαι, λιώνω: Μαράζιασα από νοσταλγία για την πατρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”